Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανσχήμων — ον, Α αυτός που έχει κάθε είδους σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
πάνσχημος — ον, Α πανσχήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek